- συνθερμαίνω
- συνθερμαίνω,A warm together or thoroughly, Arist.HA562b21, J.AJ 7.14.3:—[voice] Pass., Thphr.CP1.3.4, Arist.Pr.888b23, Dsc.1.52, Gal.15.487.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνθερμαίνω — ΜΑ, και αττ. τ. ξυνθερμαίνω Α [θερμαίνω] θερμαίνω κάποιον ή κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με κάτι άλλο … Dictionary of Greek
θερμαίνω — (ΑΜ θερμαίνω) 1. κάνω θερμό κάτι, ζεσταίνω (α. «θερμαίνω νερό» β. «ἥλιος θερμαίνων χθόνα», Ευρ.) 2. ενισχύω, εμψυχώνω (α. «τόν θέρμανε η συζήτηση». β. «θερμαίνει φιλότατι νόον», Πίνδ.) 3. παθ. θερμαίνομαι α) είμαι ή γίνομαι θερμός, προσλαμβάνω… … Dictionary of Greek
συνθερμαντικός — ή, όν, Α [συνθερμαίνω] ο επιτήδειος ή ο κατάλληλος να παράγει θερμότητα μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με κάτι άλλο … Dictionary of Greek